τακτισμός

τακτισμός
Η κινητική αντίδραση (μετακίνηση ή προσανατολισμός) που παρουσιάζουν ορισμένα φυτά και ζώα προς τα εξωτερικά φυσικά και χημικά ερεθίσματα. Διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις απέδειξαν ότι πολλές κινήσεις φυτών ή ζώων ή ορισμένων οργάνων τους μόνο οφείλονται σε ερεθισμούς του περιβάλλοντος, π.χ. στο φως, στη θερμότητα, στη βαρύτητα, στην υγρασία, σε ορισμένες χημικές ουσίες κλπ. Οι κινήσεις αυτές παρατηρούνται συνήθως στα φυτά και στα κατώτερα ζώα. Οι πεταλούδες (ψυχές) συνήθως, όταν εμφανιστεί κάπου φως, συγκεντρώνονται εκεί. Αντίθετα, άλλοι οργανισμοί (κοριοί, νυχτερίδες κλπ.) απομακρύνονται από το φως και κρύβονται. Ο τ. ονομάζεται ειδικά θετικός όταν η κίνηση γίνεται προς το ερέθισμα (όπως π.χ. στις πεταλούδες που κινούνται προς το φως) και αρνητικός όταν η κίνηση γίνεται για απομάκρυνση από αυτό. Οι τ. στα ζώα δεν είναι πάντοτε ευνοϊκοί για τη ζωή τους. Ανάλογα με το είδος του ερεθίσματος, οι τ. διακρίνονται σε φωτοτακτισμούς, θερμοτακτισμούς (επίδραση θερμότητας), αιμοτακτισμούς (λευκοκύτταρα κινούνται στο αίμα με την επίδραση χημικών ουσιών προς τα μικρόβια), γαλβανοτακτισμούς (επίδραση από βλάβες ή τραύματα), χημειοτακτισμούς (από χημικές ουσίες) κλπ. Οι τ. είναι κινήσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με την αύξηση των οργανισμών.
* * *
ο, Ν
τροπισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδροτακτισμός — ο, Ν 1. βιολ. α) κατευθυνόμενη απόκριση ενός κινητού οργανισμού, η οποία συνίσταται στη μετακίνησή του προς το νερό ή σε απομάκρυνσή του από αυτό, με οδηγό τη διαβάθμιση τής υγρασίας β) (ειδικά) περίπτωση τής συμπεριφοράς τών υδρόβιων ζώων κατά… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • σεισμόταξη — η, Ν βιολ. τακτισμός οφειλόμενος σε απόκριση στις μηχανικές δονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismotaxis (< σεισμός + τάξις)] …   Dictionary of Greek

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • υγροτακτισμός — ο, Ν βιολ. υγροταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + τακτισμός < τάσσω] …   Dictionary of Greek

  • χημειοτακτισμός — και παλ. τ. χημικοτακτισμός, ο, Ν βιολ. η προσέλκυση ή απομάκρυνση ενός κυττάρου ή μικροοργανισμού προς ή από μια χημική ουσία (α. «θετικός χημειοτακτίσμός» β. «αρνητικός χημειοτακτισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chimiotactisme <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”